- φιλήρετμος
- φῐλήρετμος, ον, ([etym.] ἐρετμός)A fond of the oar, of the Phaeacians, Od. 8.96, etc.; of the Taphians, 1.181;
κυδοιμός Nonn.D.39.214
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυδοιμός Nonn.D.39.214
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
φιληρέτμοισι — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληρέτμοισιν — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληρέτμους — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληρέτμων — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιληρέτμῳ — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήρετμοι — φιλήρετμος fond of the oar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
φιλόκωπος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλήρετμος, φιλόκωποι, φιλοναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ὀρθιό κωπος] … Dictionary of Greek